νέφους

νέφους
νέφος
cloud
neut gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κεραυνός — Ακαριαία, ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση μεταξύ νέφους και εδάφους, εξαιτίας της παρουσίας ισχυρού ηλεκτρικού πεδίου στον συγκεκριμένο χώρο της ατμόσφαιρας. Αν η εκκένωση συμβεί μεταξύ δύο νεφών ή στο εσωτερικό ενός νέφους, η εκκένωση αυτή καλείται… …   Dictionary of Greek

  • Στοιχεία — Ουσίες με ομογενή ατομική σύσταση, που αντιπροσωπεύουν τα τελικά όρια στα οποία όλα τα υλικά σώματα μπορούν να υποδιαιρεθούν με χημικά μέσα. Στα σ., στην ελεύθερη κατάσταση τους (μη ενωμένα) τα άτομα συνενώνονται σε μόρια που αποτελούνται από 2… …   Dictionary of Greek

  • νέφος — I (Αστρον.). Σμήνος λεπτότατων υδροσταγονιδίων ή παγοκρυστάλλων, που σχηματίζονται στην τροπόσφαιρα, σε ύψη μεταξύ 500 και 12.000 μ. Τα ν. σχηματίζονται λόγω συμπύκνωσης (υδροσταγονίδια) ή στερεοποίησης (παγοκρύσταλλοι) της ατμοσφαιρικής υγρασίας …   Dictionary of Greek

  • облакъ — ОБЛАК|Ъ (222), А с. 1.Облако, туча: Красьна ѥсть милостини въ врѣмѧ ск‹ъ›рби. ˫ако||же и облаци дъждевьнии въ времѧ ведра. (νεφέλαι) Изб 1076, 165 об.–166; и се видѣ цр҃квь ѹ ѡблака сѹщɤ. и въ ѹжасти бывъ ЖФП XII, 47в; х҃съ б҃ъ... одѣва˫аи н҃бо… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • έκρηξη — Βίαιη και ταχύτατη απελευθέρωση ενέργειας, η οποία εκδηλώνεται με τη μορφή θερμότητας, φωτός, τεράστιας παραγωγής αερίων και συνεπώς μηχανικού έργου. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται συνήθως στη χημική αντίδραση που παράγεται μέσα στην εκρηκτική ύλη… …   Dictionary of Greek

  • αεροψεκαστήρας — Εργαλείο που χρησιμοποιείται για τον ψεκασμό. Η λειτουργία του α. στηρίζεται στη μηχανική των ρευστών. Τo υγρό με το οποίο πραγματοποιείται ο ψεκασμός βγαίνει από τον α. με τη μορφή νέφους από λεπτότατα σταγονίδια. Το νέφος αυτό το κατευθύνουμε… …   Dictionary of Greek

  • αστραπή — Ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση ανάμεσα σε δύο νέφη ή στο εσωτερικό ενός νέφους, αλλά και γενικά το σύνολο των φωτεινών φαινομένων που προκαλούνται από ηλεκτρικές εκκενώσεις κατά τη διάρκεια καταιγίδας. Η α. εμφανίζεται συνήθως στα νέφη κατακόρυφης… …   Dictionary of Greek

  • κάθεσις — κάθεσις, ἡ (Α) [καθίημι] 1. φορά προς τα κάτω, κάθοδος, κατάβαση («κατάβασις νέφους εἰς τοὺς κάτω τόπους», Επίκ.) 2. άφεση προς τα κάτω, κατέβασμα, πτώση («κάθεσις τῆς κόμης», Διογ. Λαέρ.) 3. παρουσίαση δράματος στη σκηνή, διδασκαλία δράματος 4.… …   Dictionary of Greek

  • καταπολέμηση — η (AM καταπολέμησις) [καταπολεμώ] 1. καθυπόταξη με πόλεμο, κατανίκηση, υπερίσχυση, επικράτηση πάνω σε κάποιον ή κάτι («καταπολέμηση τού εχθρού») 2. ενέργεια ενάντια σε κάποιον ή σε κάτι, αγώνας για καταστολή ή εξόντωσή του (α. «καταπολέμηση τού… …   Dictionary of Greek

  • μετρητής — Συσκευή ικανή να προσδιορίσει στον χρόνο ένα μεταβλητό μέγεθος. Ο μ. μετρά την ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας ενός υγρού ή ενός αερίου, που διατρέχει ορισμένο αγωγό, δείχνοντας σε κάθε στιγμή το άθροισμα των ποσοτήτων που έχουν διέλθει έως εκείνη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”